Είναι τόσο δίκαια τα μάτια μου δίχως χρώμα, τα βήματά μου δίχως εξουσία, η αγάπη άνευ όρων, η συχνότητα της μη ομαλότητας στη μη αντίληψη του απείρου, στη μη αντίληψη της απόστασης ανάμεσα σε δύο ανάσες, μιας και δεν έχω όνομα, μιας και δεν είμαι κάτι συγκεκριμένο, μιας και δεν είμαι κάτι γενικό, δεν είμαι κάτι μικρό ούτε κάτι μεγάλο, μιας και είμαι κάποια -μπορεί και κάποιος, μα κάπως...
Κανένα ρούχο Σε καμία βαλίτσα Περαστική εγώ δε γίνομαι Μονάχα σημείο αναφοράς του εαυτού μου -το πιο δυσβάσταχτο και δυσδιάκριτο σημείο- Το ρούχο που φορώ Κι από αυτό ζητώ να κριθώ Κραυγάζω
κι αν φταίω δε φταίω
Το πιο μεγάλο βήμα είναι στιγμιαίο και συγκρουσιακό με εσωτερική ανακατεύθυνση Είναι βροντή Που δε συνεπαίρνεται με ευκολία από γιγαντωμένους ουρανούς Το σημείο ισορροπίας που πια δεν υποφέρει Ανακουφισμένα πέφτουν λιωμένα τα στοιχεία μέσα του Συναισθηματισμός κι εκλογίκευση Καμία μάχη πια Μόνο συνήχηση Ζητώ μονάχα ένα σάπιο πάτωμα και μία τρύπια στέγη Μέσα μου αντιλαλώ:
Επανοικειοποίηση!
Αγκαλιασμένες ημέρες δεν υπάρχουν Τους δίνεσαι κύριος και στην ώρα σου Και σου φτύνουν πίσω ντόπα ανήσυχη και τυφλή Αυτοματοποιημένα κορμιά κι ανίδεα Συγχυσμένα κι ανέραστα Δε σας αγάπησε ποτέ αυτό το σπίτι με το ετοιματζίδικο πρωινό του χωρισμού Μόνο μια ευχή σας ταιριάζει Να έχετε μία ανεκτόνωτη αγωνία Κι εσύ Μη με κοιτάζεις με μάτια υγρά
συνηχώ μαζί σου
Δεν έχω σφουγγάρι καθαρό Τρώω φώτα μητροπολιτάνικα και εκπνέω αστερισμούς
Μονάχα ατέρμονες ιστορίες γέννησης κι αντι-γέννησης δέχομαι Είμαι πολύ κοντά στον φόνο των ημερών Αύριο που θα ξυπνήσεις μόνο νύχτες θα συναντάς.