Τα σώματά μας ανισορροπούσαν ασταθή. Τα κορμιά μας δε στήριζαν τίποτα. Ήταν από τις ώρες που τα χέρια κάνουν όλη τη δουλειά και αναρωτιέσαι που παραμένεις όρθιος.
Τα ξύλινα καθίσματα θύμιζαν τρενάκι και ήταν άβολα και υπερυψωμένα.
Απέναντι μία καντίνα έζεχνε σάπιο χοτ ντογκ. Το καλύτερο της πόλης.
Το κεφάλι μου ακουμπούσε στο ξύλινο τραπέζι.
Με το ένα μάτι κοιμόμουν και με το ένα αυτί άκουγα.
Με δείχνει και του λέει:
-Σ' αγαπάει... Είστε ζευγάρι;
-Όχι, του απαντάει το μικρό αγόρι.
-Δεν κάνετε σεξ;
-Όχι...
-Γιατί;
-Γιατί, αλλιώς θα της κάνω ένα παιδί και μετά από πέντε χρόνια άλλο ένα.. Είναι 22 χρονών.
Έβαλα το κεφάλι μου στον αγκώνα κι έκλαψα. Εκείνοι άρχισαν να συζητούν για τον Έριχ Φρομ. Ο κούρδος με ξαναδείχνει.
-Αν κάνετε έρωτα όλα θα φτιάξουν.
Εκείνο το βράδυ το σώμα μου ανάρρωνε από μία ελαφριά πνευμονία.
Είχα καπνίσει δύο καπνούς και είχαμε πιει τρεις κάβες μαγαζιά.
Είχα φλερτάρει με όλον τον αντρικό πληθυσμό της πόλης.
Κατά διαστήματα άγνωστοι έσκαγαν και μας συστήνονταν.
Μιλούσαν με το αγόρι, που απαντούσε πάντα με χαμόγελο, αλλά κοιτούσαν εμένα.
"Αυτοί είμαστε;
Πολλαπλοί;
Διαίρεση των αισθήσεων;"
Δεν είπα λέξη σε κανέναν.
Άντε να ψιθύρισα το όνομά μου μια- δυο φορές.
Μετά ο στόχος άλλαζε.
Το μόνο που είχε μείνει στο τέλος ήταν τα δύο άλογα με τα βραζιλιάνικα φτερά στην κορυφή του κεφαλιού.
Κάπως όμως με μπουκώνανε...
Είχα υποδουλώσει ακόμα και το σερβιτόρο.
Ήμουν το αποκλειστικό του πόστο.
Σέρβιρε τους πάντες με ανυπαρξία, ενώ εγώ είχα ό,τι ήθελα πριν το ζητήσω και πριν καν το σκεφτώ. Έναν πάγκο πνιγμένο στα νερά, τα αγγούρια και τα καρότα. Είχα τα πάντα.
Μα το μικρό αγόρι ήταν πάντα το Μικρό Αγόρι...
Θέλω να πω, ότι είναι μερικά πράγματα, μερικές στιγμές, που όταν τα ζεις ή αν τα σκεφτείς μετά δεν υπάρχει γυρισμός. Μία νύχτα σε μία άγνωστη πόλη, μία γερή σούρα, ο τελευταίος έρωτας στα πιο βρώμικα σεντόνια, μία λέξη, μία γουλιά σούμα, ένα άρωμα, ένα βλέμμα. Μετά είσαι για πάντα ο τρελλός.
Ήταν Σεπτέμβρης...